Λόγω της πολύ μεγάλης ετερογένειάς του, ο λύκος απαιτεί συχνά σημαντική εμπειρία για να διαγνωστεί, λαμβάνοντας υπόψη όλες τις πτυχές των συμπτωμάτων και των βιολογικών παραμέτρων. Οι ειδικοί θα χρησιμοποιήσουν την εμπειρία τους και τα κριτήρια ταξινόμησης, τα οποία σχεδιάστηκαν αρχικά για σκοπούς επιστημονικής έρευνας, για να οικοδομήσουν τη διάγνωσή τους.
Η διεθνής επιστημονική κοινότητα έχει καθορίσει κριτήρια ταξινόμησης για τη διάγνωση του συστηματικού λύκου. Έχουν προταθεί δύο κύριες ταξινομήσεις (βλέπε παράρτημα 2).
Αυτό του Αμερικανικού Κολλεγίου Ρευματολογίας (ACR), το οποίο έχει 11 κριτήρια.
Η παρουσία τουλάχιστον 4 από αυτά τα 11 κριτήρια καθιστά δυνατή την ταξινόμηση ενός ασθενούς ως πάσχοντα από συστηματικό λύκο.
Τα κριτήρια ACR/EULAR του 2000, σύμφωνα με τα οποία ένας ασθενής μπορεί να χαρακτηριστεί ως συστηματικός λύκος όταν φτάσει σε βαθμολογία 10 ή περισσότερο, εφόσον πληρούνται τα κριτήρια εισόδου.
Η διάγνωση του λύκου βασίζεται στη σύγκριση των κλινικών και βιολογικών σημείων της νόσου.
Η επίσημη διάγνωση μπορεί μερικές φορές να διαρκέσει αρκετούς μήνες.