Η υδροξυχλωροκίνη/χλωροκίνη είναι ένα καλά ανεκτό φάρμακο. Η υδροξυχλωροκίνη συνιστάται σε δόση που δεν υπερβαίνει τα 5 mg/kg πραγματικού σωματικού βάρους για μακρά περίοδο θεραπείας, ώστε να μειωθούν οι οφθαλμικές παρενέργειες. Όταν ο λύκος είναι ενεργός, μπορεί να απαιτηθεί υψηλότερη δόση, που δεν υπερβαίνει τα 6,5 mg/kg κανονικού βάρους (για ασθενείς με βάρος άνω των 80 kg συνιστάται μέγιστη ημερήσια δόση 400 mg στον ΣΕΛ).
Οι αντενδείξεις, οι οποίες σημειώνονται στην περίληψη των χαρακτηριστικών του προϊόντος, περιλαμβάνουν ιστορικό νόσου του αμφιβληστροειδούς και γνωστή υπερευαισθησία στα αντιελονοσιακά φάρμακα.
Η απευαισθητοποίηση μπορεί να είναι αποτελεσματική σε περίπτωση αλλεργικής αντίδρασης. Η υδροξυχλωροκίνη μπορεί να διατηρηθεί κατά τη διάρκεια του θηλασμού χωρίς καμία ανησυχία. Να θυμάστε ότι η εγκυμοσύνη και ο θηλασμός δεν αποτελούν αιτία διακοπής της θεραπείας.
Το ιστορικό αμφιβληστροειδοπάθειας (βλάβη του αμφιβληστροειδούς που είναι η μεμβράνη στο πίσω μέρος του ματιού που επιτρέπει την όραση) παραμένει η μόνη απόλυτη αντένδειξη για τους ενήλικες ασθενείς με λύκο. Η παρακολούθηση της θεραπείας με υδροξυχλωροκίνη/χλωροκίνη αποσκοπεί στην πρόληψη της εμφάνισης των πιθανών ανεπιθύμητων ενεργειών της. Η πιο προβληματική παρενέργεια είναι η πιθανή επίδρασή της στον αμφιβληστροειδή (αμφιβληστροειδοπάθεια).
Η συχνότητα αυτής της επιπλοκής είναι χαμηλή στην κλινική πρακτική. Δεν διαπιστώθηκε καμία ή ελάχιστη τοξικότητα σε αρκετές χιλιάδες άτομα με ρευματική νόσο που έλαβαν θεραπεία με υδροξυχλωροκίνη.
Οι συστάσεις για την οφθαλμολογική παρακολούθηση της υδροξυχλωροκίνης δίνονται στον παρακείμενο πίνακα.
Άλλες παρενέργειες της υδροξυχλωροκίνης είναι οι πεπτικές διαταραχές, οι οποίες είναι συχνά παροδικές ή εξαφανίζονται με τη μείωση της δόσης.
Ο κίνδυνος μείωσης των λευκών αιμοσφαιρίων είναι πολύ μικρός, γεγονός που δικαιολογεί ωστόσο τη διενέργεια αιματολογικής εξέτασης (η οποία συνήθως εντάσσεται στη συνήθη παρακολούθηση του λύκου).
Τέλος, είναι προτιμότερο να γίνεται ηλεκτροκαρδιογράφημα (ΗΚΓ), πριν και μετά τη λήψη της υδροξυχλωροκίνης, για τον έλεγχο τυχόν επιπτώσεων στην καρδιακή αγωγιμότητα, αλλά ο κίνδυνος αυτός είναι εξαιρετικός.
Ο προσδιορισμός της συγκέντρωσης της υδροξυχλωροκίνης στο αίμα (υδροξυχλωροκιναιμία) χρησιμοποιείται όλο και περισσότερο στην κοινή πρακτική. Καθιστά δυνατή τη διαπίστωση εάν η υδροξυχλωροκίνη λαμβάνεται όπως πρέπει, καθώς η αποβολή της από το αίμα είναι πολύ μεγάλη. Απλοποιεί επίσης την προσαρμογή της δόσης της υδροξυχλωροκίνης στο άτομο.
Η υδροξυχλωροκίνη/χλωροκίνη είναι ένα καλά ανεκτό φάρμακο, με μία μόνο απόλυτη αντένδειξη: το ιστορικό αμφιβληστροειδοπάθειας για ενήλικες ασθενείς με λύκο. Συνιστάται οφθαλμολογική παρακολούθηση.
Θα πρέπει να τονιστεί ότι η εγκυμοσύνη δεν αποτελεί πλέον αιτία για τη διακοπή αυτής της θεραπείας.